- αποστέγαση
- η (Α ἀποστέγασις)νεοελλ.αφαίρεση της στέγης ή οποιουδήποτε επικαλύμματος, ξεσκέπασμααρχ.στέγασμα, προφύλαγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποστεγάσῃ — ἀποστεγάζω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποστεγάζω uncover aor subj act 3rd sg ἀποστεγάζω uncover fut ind mid 2nd sg ἀποστεγάζω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποστεγάζω uncover aor subj act 3rd sg ἀποστεγάζω uncover fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστεγάσηι — ἀποστεγάσῃ , ἀποστεγάζω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποστεγάσῃ , ἀποστεγάζω uncover aor subj act 3rd sg ἀποστεγάσῃ , ἀποστεγάζω uncover fut ind mid 2nd sg ἀποστεγάσῃ , ἀποστεγάζω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποστεγάσῃ , ἀποστεγάζω uncover aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)